Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γράμμα από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ( με τη βοήθεια ΤΝ)



 Παιδιά μου, 

 Εγώ είμαι ο Θοδωρής, που με φώναξαν μια μέρα «Γέρο του Μοριά». Λέω να σας πω την ιστορία μου σαν παραμύθι — μα αληθινό — για να την κρατάτε στην καρδιά σας όπως κρατά κανείς ένα μικρό φυλαχτό.

 Γεννήθηκα στον τόπο που λέγεται Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, τότες που οι καιροί ήτανε σαν αγριεμένη θάλασσα. Η μάνα μου περπατούσε, λένε, για να σωθεί απ’ τα βάσανα των Ορλωφικών, κι ήρθε η ώρα μου κάτω από ένα δέντρο. «Το παιδί αυτό», είπαν οι γέροι, «θα ζήσει δύσκολα χρόνια». Έίχαν δίκιο, γιατί ο δρόμος μου δεν ήτανε στρωμένος με ροδοπέταλα, παρά με πέτρες και αγκάθια — μα κι αυτά διδάσκαλοι γίνονται, αν έχεις νου και καρδιά. 

 Ο πατέρας μου, ο Κωνσταντής, ήταν κλέφτης τίμιος και λεβέντης· πολέμησε, χάρηκε νίκες, μα γνώρισε και τον πικρό θάνατο. Από κείνον έμαθα πως η λευτεριά δεν χαρίζεται, μόνο κερδίζεται με κόπο και ομόνοια. Έτσι κι εγώ, μικρός ακόμα, πήρα τα βουνά. Οι σπηλιές κι οι βράχοι ήταν το σχολείο μου, κι ο δάσκαλος ήταν η ανάγκη. Γράμματα πολλά δεν έμαθα· γι’ αυτό κι αργότερα, όταν θα σας μιλώ για το διάβασμα, να με πιστεύετε διπλά: ό,τι δεν απόχτησα εγώ, να το πάρετε εσείς. 

Με τα χρόνια φύτρωσε μέσα μου ένας σπόρος: η αγάπη για την πατρίδα. Σαν μεγάλωσα κι άλλο, βρέθηκα στη Ζάκυνθο, κι εκεί γνώρισα ανθρώπους που μιλούσαν σιγανά μα ονειρεύονταν δυνατά. Ήταν της Φιλικής Εταιρείας. Σαν να μου ψιθύρισε τότε ο τόπος: «Θοδωρή, ήρθε ο καιρός». Κι άπαξ και πάρει απόφαση η καρδιά, δεν ρωτάει αν είσαι πολλοί ή λίγοι, ούτε αν έχεις πολλά άρματα ή λίγα. Ρωτά μόνο: «Είσαι έτοιμος να σταθείς όρθιος;» 

 Ήρθε το ’21, σαν βροχή που τη διψούσε ο σπόρος. Τότε είδα με τα μάτια μου τι θα πει Ομόνοια. Ο ένας έτρεχε στο μπαρουτόλακκο, ο άλλος ζύμωνε ψωμί, τα παιδιά κουβαλούσαν νερό και μπαρουτόβολα, οι γυναίκες έσφιγγαν μαντήλια και καρδιές. Και στ’ αλήθεια, όταν οι ψυχές γίνονται μια, εκατό γίνονται χίλιοι και χίλιοι γίνονται στρατός. Τρομάξαν οι εχθροί σαν άκουγαν «Έλληνας» και δρόμο έπαιρναν μακριά. 

 Μα να σας πω κι ένα μυστικό: όπως στα σπίτια σας, που αν πολλοί διατάζουν, η πόρτα μια στον ήλιο, μια στον βοριά γυρεύει να βλέπει και το σπίτι δεν χτίζεται ποτέ, έτσι κι εμείς. Μπήκε η διχόνοια — αυτή η πανούργα αλεπού — και μας μάδησε τα φτερά. Άλλος ήθελε να γίνει πρώτος, άλλος να ’χει το πάνω χέρι, κι ο καλός σκοπός ξεχείλωσε σαν παλιό πουκάμισο. Παιδιά μου, να θυμάστε: όταν χτίζετε κάτι μεγάλο, βάλτε πρώτο θεμέλιο την ομόνοια. Χωρίς αυτήν, κι ο πιο λεβέντικος τοίχος γκρεμίζεται. 

Ρωτάτε ίσως: «Και πώς στάθηκε η ψυχή σου, Γέρο;» Με πίστη. Όταν πιάσαμε τ’ άρματα, είπαμε πρώτα «υπέρ πίστεως» και έπειτα «υπέρ πατρίδος». Δεν πήρε ο Χριστός μαζί του μεγαλοσπουδαγμένους, πήρε ψαράδες και χωρικούς, και με το Άγιο Πνεύμα μίλησαν όλες τις γλώσσες. Έτσι και μεις: απλοί άνθρωποι, μα με καρδιά φωτιά. Η πίστη είναι σαν το φανάρι στον μυχό της νύχτας: δεν σβήνει εύκολα κι ας φυσούν οι άνεμοι. 

Θα πείτε και για τις μάχες: Τριπολιτσά, Δερβενάκια… Ναι, γίναν κι αυτά, και δόξα δώσαμε στον τόπο. Μα η δόξα, παιδιά μου, δεν είναι για να καμαρώνεις μπρος στον καθρέφτη· είναι για να θυμάσαι πως ό,τι κερδήθηκε, κερδήθηκε για όλους. Όταν τελείωσε ο χαλασμός και ήρθε η πολιτεία να στηθεί σαν νέο δεντράκι, εγώ πάλι στάθηκα να υπηρετήσω. Στον θρόνο, στον νόμο, εκεί όπου χρειαζόταν χέρι να στηρίζει. Γιατί ο αγώνας αλλάζει φορεσιά: από φουστανέλα γίνεται νόμος, κι από γιαταγάνι γίνεται μολύβι και βιβλίο. 

Κάποτε, χρόνια μετά, ανέβηκα στην Πνύκα, εκεί που πατούσαν παλιά σοφοί κι ήρωες, κι είπα λόγο στα παιδιά — σαν κι εσάς. Είπα: «Να σκλαβωθείτε στα γράμματά σας!» Γιατί; Εγώ ο αγράμματος το ξέρω καλύτερα: το βιβλίο ανοίγει δρόμους που ούτε χίλια σπαθιά δε χαράζουν. Δυο-τρία χρόνια κόπος στα θρανία, και μετά λευτεριά στη σκέψη για μια ζωή. Μη σπαταλάτε τη νιότητα σε μπιλιάρδα και άσκοπους καφέδες· κάντε τη γνώσεις και καλοσύνη. Η προκοπή σας να μη γίνει σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας· να ’ναι γέφυρα για την κοινότητα. Μέσα στο καλό του τόπου βρίσκεται και το δικό σας. 

Θέλω να σας πω κι αυτό, γιατί το ’ζησε ο τόπος μας: οι παλιοί Έλληνες, σοφοί και τρανοί, έπεσαν στη διχόνοια και χάθηκαν κάτω από ξένες μπότες. Μην τους μιμηθείτε σ’ αυτό. Μιμηθείτε τη φρόνησή τους, το μέτρο τους, την αγάπη τους για τον λόγο και την αλήθεια. Αν αισθανθείτε ποτέ πως σας γυροφέρνει η φιλονικία, θυμηθείτε τα λόγια μου σαν ξόρκι: Ομόνοια – Πίστη – Μάθηση – Φρόνιμη Ελευθερία. Αυτά είναι τα τέσσερα θεμέλια που κρατούν μια πολιτεία όρθια, σαν δέντρο με βαθιές ρίζες. 

 Αν με ρωτήσετε τι είναι λεβεντιά, θα σας πω: λεβεντιά είναι να φιλεύεις ψωμί κι εκείνον που σε πίκρανε να συγχωρείς για να προχωράς. Λεβεντιά είναι να χαμηλώνεις λίγο το «εγώ» για να ψηλώσει το «εμείς». Κι αν τύχει να πέσετε — γιατί όλοι πέφτουμε — να σηκώνεστε με πραότητα, όχι με θυμό. Ο θυμός είναι σαν τη φωτιά στο στάχυ: μια στιγμή λάμπει κι έπειτα καίει τον κόπο σου. 

Θα ’ρθει καιρός που θα κρατάτε στα χέρια σας όχι καριοφίλια, αλλά βιβλία, πένες, εργαλεία τέχνης και επιστήμης. Με αυτά θα φυλάξετε τον τόπο που εμείς ελευθερώσαμε. Να καλλιεργείτε, να εμπορεύεστε τίμια, να μαθαίνετε, να διδάσκετε, να σέβεστε τη θρησκεία που σας κρατά, και τον νόμο που σας ισιώνει το μονοπάτι. Να θυμάστε: ο βασιλιάς περνά, οι άρχοντες αλλάζουν, μα η αρετή και η γνώση μένουν παιδικά σας αδέλφια στο πλευρό. 

Εγώ, παιδιά μου, είπα όσα είδα κι όσα γνώρισα. Το έργο μας — του καιρού μας — πέρασε. Η μέρα μας γέρνει και τη διαδέχεται νύχτα. Μα εσείς είστε το αυριανό φως. Σε σας μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο. Αν τύχει και κάποιοι σας πουν πως είστε λίγοι ή μικροί, χαμογελάστε: μια σταγόνα δεν γεμίζει το ποτήρι, μα πολλές μαζί κάνουν ποταμό. Όταν βαραίνει η καρδιά σας, θυμηθείτε εκείνη τη μέρα στην Πνύκα — και κάθε Πνύκα του κόσμου — όπου οι νέοι στέκονται όρθιοι κι ακούν μια παλιά φωνή να λέει: «Παιδιά μου! Μάθετε, αγαπήστε, ενωθείτε». Τότε ο ουρανός του τόπου μας ψηλώνει τόσο, που χωρά το αύριο ολόκληρο. 

 Με τιμή και πατρική αγάπη, 

Ὁ φίλος σας καὶ στρατηγός, 

 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης 

«Γέρος τοῦ Μοριά»