Μια επίσκεψη στην Εθνική Πινακοθήκη δεν είναι ποτέ απλώς μια περιήγηση ανάμεσα σε έργα τέχνης. Είναι μια συνάντηση με το παρελθόν, με την τεχνική, με τις ιστορίες και τα συναισθήματα που ένας καλλιτέχνης αποτύπωσε στον καμβά. Σε αυτή την επίσκεψη, δύο πίνακες τράβηξαν την προσοχή μου, όχι τόσο για το θέμα τους, αλλά για το βλέμμα των μορφών που απεικονίζουν. Βρέθηκα στην αίθουσα όπου φιλοξενείται η μόνιμη έκθεση του μουσείου και εστίασα στην ενότητα της ζωγραφικής του ελεύθερου ελληνικού κράτους, τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα (1832 - 1862). Αυτή τη φορά ένιωσα την ανάγκη να παραβλέψω την ενότητα της ιστορικής ζωγραφικής και τον βασικό της εκπρόσωπο Θεόδωρο Βρυζάκη και να βάλω στο επίκεντρο τον άνθρωπο της τότε αστικής τάξης μέσα από την ενδελεχή παρατήρηση των ιδιαίτερων ρεαλιστικών προσωπογραφιών της εποχής.
Η Απορία μου για την Υπογραφή
Καθώς περιηγούμουν ανάμεσα στα πρόσωπα, μου δημιουργήθηκε η απορία γιατί κάποιοι πίνακες φέρουν υπογραφή και κάποιοι άλλοι όχι. Είναι αντίγραφα; Δεν την έβαλε ο καλλιτέχνης γιατί δεν τη θεωρούσε σημαντική; Μήπως έχει χαθεί με το πέρασμα του χρόνου; Μήπως είναι έργο μαθητών κι όχι του ζωγράφου; Αυτά τα ερωτήματα κάνουν την εμπειρία ακόμα πιο συναρπαστική, δίνοντας έναν αέρα μυστηρίου στην ταυτότητα του δημιουργού. Σε έναν κόσμο όπου η αναγνώριση είναι καθοριστική, η αξία ενός άγνωστου καλλιτέχνη αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Το Ξεκάθαρο και το Απλανές Βλέμμα
Δύο πίνακες στάθηκαν μπροστά μου σαν δύο αντίθετοι κόσμοι:
-
Ο ένας, με βλέμμα ξεκάθαρο, δυναμικό, αποφασισμένο. Το υποκείμενο κοιτά ευθεία, δηλώνοντας μια συγκεκριμένη στάση.
-
Ο άλλος, με ένα βλέμμα απλανές, σχεδόν υπνωτικό, αφήνοντας τον θεατή να αναρωτιέται αν η μορφή κοιτά κάτι συγκεκριμένο ή είναι χαμένη στις σκέψεις της.
Ένα Βλέμμα τόσο Αινιγματικό όσο της Τζοκόντα
Στάθηκα μπροστά από έναν πίνακα που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω το βλέμμα του. Το βλέμμα του τόσο αινιγματικό όσο το χαμόγελο της Μόνα Λίζα. Από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισα, δεν μπορούσα να καταλάβω αν η μορφή κοιτά κάποιον ή αν είναι βυθισμένη στις σκέψεις της. Ένιωθα αποσβολωμένη και τόσο μέσα του που δεν πρόσεξα ούτε το ποιος είχε φιλοτεχνήσει τον πίνακα ούτε κι ενδιαφέρθηκα να μάθω το ποιον απεικονίζει. Η αβεβαιότητα αυτή τον καθιστούσε στα μάτια μου αθεράπευτα μαγνητικό. Ένα έργο τέχνης που δεν σου δίνει ξεκάθαρη απάντηση, αλλά σου προσφέρει χώρο να προβάλεις τις δικές σου ερμηνείες.
Ο πίνακας αυτός αποτελεί μια απόδειξη της αξίας των όχι και τόσο προβεβλημένων καλλιτεχνών, των έργων που δεν έχουν τη φήμη των μεγάλων ονομάτων αλλά έχουν την ίδια δύναμη να προκαλούν σκέψη και συναίσθημα. Τελικά., δεν απέφυγα τον Βρυζάκη... Το προσπάθησα, αλλά κάποια πράγματα είναι μεγαλύτερα από εμάς. Άλλωστε " Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον..."
Φεύγοντας από την Πινακοθήκη, συνειδητοποίησα ότι η τέχνη δεν βρίσκεται μόνο στα χρώματα, στις πινελιές ή στα ονόματα των δημιουργών. Βρίσκεται στα βλέμματα που μας κοιτούν από τον καμβά, στις ερωτήσεις που μας γεννούν, στις ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, αλλά περιμένουν κάποιον να τις ανακαλύψει. Και ίσως, τελικά, η μεγαλύτερη δύναμη ενός πίνακα να μην είναι στο τι δείχνει, αλλά στο τι αφήνει ανοιχτό για ερμηνεία.