Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η πυξίδα που έδειχνε μέσα

 


Ήταν κάποτε ένα παιδί… που δεν έμοιαζε να τρέχει με τους άλλους.

Όχι γιατί δεν μπορούσε,

μα γιατί κάθε του βήμα άκουγε κάτι που οι άλλοι δεν πρόσεχαν:

ένα ράγισμα στο χώμα, έναν ήχο στις ρίζες, έναν σφυγμό στον αέρα.

Δεν ζητούσε δάφνες, ούτε λάμψη.

Μα αν δεν υπήρχε νόημα, το βλέμμα του θόλωνε σαν καθρέφτης που δεν θέλει να δείξει τίποτα.

Του έδωσαν ρολόγια, να προλάβει. Δεν τον ένοιαξε.

Του έδωσαν επαίνους, να χαρεί. Χαμογέλασε ευγενικά και κοίταξε αλλού.

Μέσα του είχε μια πυξίδα, αλλά όχι για προορισμούς που γράφονται σε χάρτες.

Μια πυξίδα που έδειχνε “εκεί που νιώθω”,

“εκεί που υπάρχει κάτι άγνωστο”,

“εκεί που κάποιος με χρειάζεται”.

Ήταν ένα παιδί που δεν ήθελε να είναι σωστό,

ήθελε να είναι αληθινό.

Κι αλήθεια γι’ αυτό ήταν…

να βρίσκει φως ακόμη κι όταν όλοι έβλεπαν σκοτάδι.

Να σκέφτεται ακόμη κι όταν όλοι ήθελαν απαντήσεις.

Να ακούει ακόμη κι όταν όλα γύρω του φώναζαν.

Δεν χρειαζόταν φτερά.

Το κουβαλούσε το πέταγμα,

στον τρόπο που ρωτούσε.