Ένα φιλοσοφικό σχόλιο για τις λεπτές ψυχολογικές ισορροπίες στις ανθρώπινες σχέσεις εμπιστοσύνης και την απόφαση να μείνεις ή να αποχωρήσεις από έναν επαγγελματικό χώρο.
Η ανθρώπινη παρουσία δεν θεμελιώνεται πάντα στη βεβαιότητα.
Υπάρχουν άνθρωποι που παραμένουν — σε έναν ρόλο, μια θέση, μια εργασία — όχι επειδή είναι απόλυτα σίγουροι, αλλά επειδή επιλέγουν να επενδύσουν, ακόμη και μέσα στην αμφιβολία.
Στο πλαίσιο της εργασίας, αυτή η στάση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα:
να παραμένεις σε έναν χώρο όχι για τη σιγουριά, αλλά γιατί νιώθεις ότι αξίζει. Όχι για την ασφάλεια, αλλά για το νόημα.
Η πράξη της συναισθηματικής συνέπειας δεν είναι πάντα αποτέλεσμα δύναμης.
Πολλές φορές είναι επιλογή καρτερίας, με επίγνωση του κινδύνου, με συνειδητή αποδοχή της πιθανής φθοράς ή αδικίας.
Αυτοί οι εργαζόμενοι δεν αναζητούν χειροπιαστά ανταλλάγματα.
Δεν ενεργούν με κίνητρα ανέλιξης ή αναγνώρισης.
Αντιθέτως, λειτουργούν με σιωπηλή πίστη και εσωτερική ευθυγράμμιση με την αξία τους.
Μπορεί να φαίνονται σιωπηλοί, αλλά πίσω από τη σιωπή τους δεν βρίσκεται η παραίτηση.
Βρίσκεται μια συνειδητή απόφαση να παραμείνουν παρόντες, όσο αυτό παραμένει νοηματοδοτημένο.
Και αυτή η παρουσία δεν είναι αδυναμία.
Είναι η πιο σπάνια μορφή επαγγελματικής και συναισθηματικής ωριμότητας:
η ικανότητα να μένεις, χωρίς να εξαρτάσαι από εξωτερικές επιβεβαιώσεις.
Σε κάθε απόφαση να μείνεις ή να αποχωρήσεις από έναν εργασιακό χώρο, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η βεβαιότητα — αλλά η αλήθεια σου.